- νηπιώδης
- ης, ες1) ребяческий, младенческий, детский; 2) перен. зачаточный; находящийся в зачаточном состоянии; делающий первые шаги;
νηπιώδης κατάσταση — зачаточное состояние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νηπιώδης κατάσταση — зачаточное состояние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νηπιώδης — ες (ΑΜ νηπιώδης, ῶδες) [νήπιος] 1. αυτός που αρμόζει σε νήπιο, παιδιάστικος 2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, παιδιαριώδης, ανόητος νεοελλ. μτφ. αυτός που βρίσκεται στα πρώτα του βήματα ή αυτός που δεν έχει προοδεύσει ακόμη, καθυστερημένος… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νηπίαχος — νηπίαχος, ον (Α) 1. νηπιώδης 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νηπίαχος το νήπιο 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νηπίαχα με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα («νηπίαχα φρονέων», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού νήπιος + κατάλ. αχος (πρβλ. στόμαχος: στόμα,… … Dictionary of Greek
νηπιαχώδης — νηπιαχώδης, ῶδες (Α) [νηπίαχος] νηπιώδης … Dictionary of Greek
νηπύτιος — νηπύτιος, ία, ον (Α) (υποκορ. τού νήπιος) 1. μικρό παιδί, παιδάκι 2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, νηπιώδης, παιδαριώδης («ού γὰρ φημ έπέεσσί γε νηπυτίοισιν», Ομ. Ιλ.) 3. (κατ επέκτ.) ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του νήπιος* που… … Dictionary of Greek